- προφυτευω
- προφυτεύωπρο-φῠτεύωдосл. насаждать, перен. подготовлять
(τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προφυτεύω — ΝΜΑ φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο αρχ. προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
προπεφυτευμέναι — προφυτεύω plant before perf part mp fem nom/voc pl προπεφυτευμένᾱͅ , προφυτεύω plant before perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεφυτεῦσθαι — προφυτεύω plant before perf inf mp προφυτεύω plant before perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυτεύσαντες — προφυτεύω plant before aor part act masc nom/voc pl προφυτεύω plant before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)